- κοτυλιαῖος
- κοτυλ-ιαῖος, α, ον,A holding a κοτύλη, Antig.Car. ap.Ath.10.420a, D.L.2.139; λήκυθοι Hippoloch. ap. Ath.3.129b:— also written [suff] κοτυλ-ιεῖος, PCair.Zen.89.4 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοτυλιαίος — α, ο (Α κοτυλιαίος, αία, ον και κοτυλιεῑος, εία, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοτύλη τού ιερού οστού (κοτυλιαίος δακτύλιος») αρχ. αυτός που περιέχει μια κοτύλη, ίσος με μια κοτύλη («τὸ δὲ περιαγόμενον ποτήριον οὐ μεῑζον ἦν… … Dictionary of Greek
κοτυλιαίου — κοτυλιαῖος holding a masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλιαίους — κοτυλιαῖος holding a masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλιαίας — κοτυλιαίᾱς , κοτυλιαῖος holding a fem acc pl κοτυλιαίᾱς , κοτυλιαῖος holding a fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek